Νικολέττα Μακρίδη, 7η τάξη
Πρόσφατα επαρακολούθησα μιαν πανέμορφη μουσικο – θεατρική παράσταση, που εγεννήθηκε στο μυαλό τζαι στην ψυσσιή ενός νεαρού Κύπριου μουσικού, του Σαββα Χρυσοστόμου. Έγραψεν έναν δίσκο με τραγούδια στα κυπριακά, με θεματικό άξονα τα χρώματα: το κότσινο, το μπλε, το πράσινο… τζαι το πώς τούτα χαρακτηρίζουν τη ζωή τζαι το περιβάλλον μας. Πάνω σε τούτον τον δίσκο ήρτεν τζαι εγράφτηκεν ύστερα ένα κείμενο που τον Κύπριο σύγγραφεα Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Το πάντρεμα τους εγέννησεν τούτην την παράσταση, «Τα Χρώματα».
Ο δίσκος ξεκινά με το «Καφέ». Ναι, με το καφέ, γιατί που το καφέ αρκέφκουμεν ούλλοι, που το χώμα. Ήβρα το πολλά ενδιαφέρον. Τα μεγάλα μας κτήρια, τα πεντάστερα ξενοδοχεία τζαι τα ακριβά εστιατόρια εκτιστήκαν πας το χώμα. Το χώμα εν η αρχή των πάντων. Έτσι άρκεψεν ο κόσμος. Πριν που τες μεγάλες εφευρέσεις τζαι τα μοντέρνα εργοστάσια, ο άθθρωπος όργωνεν την γη τζαι τα χωράφκια. Κάπως έτσι,σιγά σιγά, πάνω που το χώμα εξελίχτηκεν τζι ο κόσμος, τζαι σε ύψος αλλά τζαι μεταφορικά. Τούτο δείχνει την απλότητα του κόσμου. Ενός κόσμου, πλέον τόσο σύνθετου. Είμαστε λοιπόν οι «καταδικασμένοι» τούτου του χώματος. «Στο χώμαν που πατούμεν φτάνουν βαθκιά οι ρίζες μας, δαμαί εν που βλαστούμεν, εν αναμνήσεις ούλλων μας, εν η ζωή του τόπου, κλάμαν τζαι γέλιον καθενού που πέρασεν αθθρώπου» (απόσπασμα από το τραγούδι το «Καφέ»).
Μέσα στη συνειδητοποίηση τούτης της απλότητας, αλλά τζαι πολλών άλλων απλών στοιχείων που «οικοδομούν» τη ζωή μας, εβρέθηκα πολλές φορές. Στο γυμνάσιο εξεκινησα να νιώθω ότι ανήκα σε μιαν άλλην εποχή. Πιο απλή, πιο γλυτζιάν, πιο αληθινήν. Τζαι εξεκίνησα να αναζητώ περιβάλλοντα που αγκάλιαζαν τούτη την ανάγκη μου για ουσία. Υπάρχει μια αυλή στην παλιά Λευκωσία, στην οδό Έκτορος, ενός καφεαναγνωστηρίου που λέγεται «Έρμα». «Έρμα», όπως τον σωρό που τους λίθους του μικρού λόφου πολιτισμού που κρύβει τούτη η αυλή. Με την πουρόπετρα μας, την χρυσή, την όμορφη, τις ψάθινες καρέκλες με τα ξύλινα τραπέζια, τζαι τα φυτά γυρώ . Εβρέθηκα πολλές φορές τζιαμέ, είτε πίνοντας σπιτική μανταρινάδα, είτε θκιαβάζοντας βιβλίο, γράφοντας, δουλεύκοντας, τζαι πάντα κρυφακούοντας συζητήσεις που τ’ άλλα τραπέζια. Σ’ έναν κόσμο που έπνιεν τον ρομαντισμό μου, τζιαμέ ένιωθα ελεύθερη να σκεφτώ. Τζαι έτσι μόλις εμπήκα μέσα εσκέφτηκα∙ τούτο εν το αγαπημένο μου μέρος στη Λευκωσία.
Εξεκίνησα να περιπλανιούμαι παραπάνω στην παλιά Λευκωσια. Σε μια Λευκωσία απλή τζαι ιστορική, που ποττέ εν θα νιώσω ότι ανακάλυψα ολοκληρωτικά. Μπορεί επειδή εν μοιρασμένη. Μπορεί επειδή η σημερινή της πραγματικότητα εν απλά ένα κομμάτι που το παρελθόν της, ένα κομμάτι που πολεμά άκαρπα να ανθίσει στο τωρά. Πάντως, αξίζει σίουρα να πιεις ένα brandy-sour στο καφενείο «Χαράτσι», να δεις παράσταση στο Αρχοντικό στην οδό Αξιοθέας, να ακούσεις τη Φρειδερίκη Τομπάζου, την Κατερίνα Παράσχου τζαι τον Πάρη Παράσχο να παίζουν μουσική στη Μικρή Άρκτο, ή έστω… να την περπατήσεις.
Έχω πολλά αγαπημένα μέρη στην Κύπρο που με εμπνέουν τζαι σε περιόδους δύσκολες εστηρίξαν με με την ομορφκιάν τους. Η θάλασσα στο Λατσί, ο Ακάμας, ο Πύρκος τζαι το ψάρι του Αλέξη, το Στρουμπί μου, η μυρωθκιά του πεύκου στο Τροοδος, το Καϊμακλί, η Λόφου, τα Λεύκαρα, το κλίμα στον Κάθηκα, το Ζάππαλο, η Ακανθού αρχοντική τζαι δοξασμένη, μισή σαν τα Μετέωρα τζαι η άλλη μισή σε εναλλαγές μπλε, γαλάζιου τζιαι τιρκουάζ θάλασσας, το αρχαίο θέατρο Κουρίου τζαι το αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας. Όμως για μένα, τη μεγαλύττερη αξία εν την έχουν τα μέρη τα οποία με εβοηθήσαν να καλλιεργηθώ. Έχουν την τα στοιχεία τζαι κυρίως οι αθθρώποι, που όταν έχασα τον ρομαντισμό μου, την πίστη μου στον άθθρωπο, τη θέληση να αγωνιστώ για τούτον τον κόσμο, εβοηθήσαν με να τα ξαναέβρω.
Το φετινό καλοκαίρι εβρέθηκα στο Φεστιβάλ Θεάτρου «Αντί-Σκηνο» στο κοινοτικό πάρκο Κατώ Πύργου Τηλλυρίας. Ούλλες οι μεγάλες μου αγάπες μαζεμένες σ’ έναν τόπο. Η θάλασσα, οι τέχνες, η απλή ζωή του τσιατηρκού, τα δέντρα, αλλά πάνω που ούλλα οι ίδιοι οι άνθρωποι της τέχνης. Αθθυμούμαι χαρακτηριστικά να παρακολουθώ μιαν πολλά ενδιαφέρουσα θεατροχορευτική παράσταση στην Αντι-σκηνή του Φεστιβάλ. Πρέπει να ‘ταν εφτά με οχτώ η ώρα αλόπως, παντως εδυεν ο ηλιος τζαι εμπηκα στην θάλασσαν. Ύστερα που εφκήκα, εθώρουν γυρώ μου τζαι εσκέφτηκα: «Εν ούλλοι πολλά όμορφοι τούντην ώρα». Είχαν ούλλοι ένα πολλά όμορφο, χρυσαφένιο χρώμα, τζαι εκολυμπούσαν ή εθωρούσαν τη θάλασσαν ή εμιλούσαν με τους φίλους τους. Τζαι εσκέφτηκα ξανά∙ θέλω να μείνω για πάντα δαμαί. Εν που τις πιο αγαπημένες μου εμπειρίες στην Κύπρο. Γιατί συνδυάζει ούλλα της τα στοιχεία που αγαπώ. Αλλά, τζαι γιατί αθθυμίζει μου ότι η θάλασσα, τα δέντρα, οι πέτρες τζαι ούλλα τα φυσικά στοιχεία που με ενέπνευσαν, υπάρχουν παντού στη γη. Απλούστατα με άλλον χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα που τους διούμεν εμείς. Πάντα όμως έννα μπορούμεν να βρίσκουμεν καταφύγιο στη φύση, όπου τζαι αν είμαστε, γιατί εν παντου.
Μετά που τζείνην την ημέρα άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, όμως ήμουν ακόμα μπερδεμένη. Όταν είδα τα «Χρώματα», ούλλα εμπήκαν ξανά στη θέση τους. Ένιωσα ξανά ότι εν εντάξει να νιώθω ό,τι θελω. Δέκα μουσικοί, ένας συγγραφέας τζαι μια ηθοποιός αγκαλιάσαν με. Εμέναν, εμέναν τότε που άρκεψα να ονειρεύκουμαι τζαι να πηέννω στο «Έρμα», εμέναν τότε που εκάθουμουν στη θάλασσα στο Λατσί τζαι έγραφα, τζαι εμέναν άμαν εχάθηκα μέσα μου, γιατί εθθυμήσαν μου ότι η ελπίδα που έχω μέσα μου έσιει αξίαν. Ήταν όπως την γιορτήν, για τούτο που περιμένουμε. Τούτο που περιμένουμε μπορεί να μεν έρτει ποττέ, αλλά περιμένοντας μαζί, ζούμε τούτο για το οποίο περιμένουμε. Τούτη εν η Κύπρος μου. Τούτοι εν οι αθθρώποι της Κύπρου μου. Τζαι δαμαί, έννα βρίσκω πάντα τον εαυτό μου, ακόμα τζαι αν νομίζω πως τον έχασα.
«Τζαι χαμογέλα τους αμάν τους δεις στα μαθκια, έτσι το μαύρο τους το καμνουμεν κομμαθκια… Έναν ξημερωμαν εν να ‘ρτει με γιορτές, εν να ξυπνήσουμεν ανταμα που φωνές, φωνές των φίλων μας, π´ αρκέψαν τραουδκιές τζ´ όπου θωρείς εν ναν γεμάτο αγκαλιές!»