Νικολέττα Μακρίδη, 5η τάξη
Θα γελάσεις απ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ όλα,
δε στο χω πει ακόμα.
Πέρσι στην καραντίνα, το ποίημα αυτό του Ναζίμ Χικμέτ (σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου), ήταν η ελπίδα μου. Ο εγκλεισμός, η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας, καθώς και οι αποκαλύψεις που έγιναν σχετικά με τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, με έπνιγαν. Ήταν λοιπόν το καταφύγιο που χρειαζόμουν, για να πιστέψω στις καλύτερες μέρες που θα έρθουν. Η καραντίνα έχει πια λήξει και μπορώ να ανασάνω. Το ποίημα λοιπόν με έβαλε σε σκέψεις, γιατί οι καλύτερες μέρες που περίμενα μέσα στην καραντίνα, θεωρητικά, έχουν έρθει. Έχω όμως ταξιδέψει στην πιο όμορφη θάλασσα; Θα ταξιδέψω ποτέ;
Υπάρχει μια όμορφη θάλασσα στον κόσμο μας. Στην οποία, οποίος παθιάζεται, ταξιδεύει. Οι παθιασμένοι άνθρωποι είναι ελπίδα. Αυτοί από μόνοι τους είναι μια πανέμορφη θάλασσα, που κυματίζει χορεύοντας τον χορό της ελευθερίας. Είναι τα πιο όμορφα παιδιά που φώτισαν τον κόσμο μας και θα γεννήσουν ακόμη ομορφότερα. Σε αυτούς οφείλουμε τις πιο όμορφες μέρες μας, γιατί εισπνέοντας από τα βαθιά αισθήματα πάθους που τρέφουν για τους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή, όντας πάνω από όλα δοσμένοι στη δική τους «τέχνη», μας έχουν πει το «πιο όμορφο από όλα» που νομίζουμε πως δεν μας το έχουν πει ακόμα.
Ομόρφυναν το χτες και το σήμερα. Κι όσο μεγαλώνουν και ονειρεύονται περισσότερο, θα φτιάχνουν ένα αύριο ομορφότερο. Ο Χικμέτ θα ήταν περήφανος με την ταύτιση μας με το ποίημα, μα θα ήταν ακόμη πιο περήφανος με την εκπλήρωση της ευχής που έστειλε στην αγαπημένη του, γράφοντας αυτό το ποίημα. Θα ήταν περήφανος για τους παθιασμένους ανθρώπους. Όντας φυσικά κι αυτός ένας από αυτούς.
Γράμμα στον κάθε παθιασμένο άνθρωπο που πίστεψε «στις πιο όμορφες μέρες μας»,
Αχ και να μπορούσες να δεις πώς αστράφτουν τα μάτια σου, αντανακλώντας το πάθος που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά. Την ακούω. Σαν εμβατήριο φλογερών συναισθημάτων μοιάζει. Τα μάτια σου γουρλώνουν. Θολώνουν και ταυτοχρόνως γιατρεύονται από την πανούκλα της λογικής. Της άμυαλης της λογικής, που δεν μπορεί να βάλει φρένο στους δικούς σου πόθους, στις δικές σου ορμές. Τα όνειρα σου κυματίζουν μέσα στο μπλε χρώμα που ζωγραφίζει τα γουρλωμένα σου μάτια. Αυτά τα μάτια σου, που μοιάζουν με το μπλε της θάλασσας. Καθρεφτίζουν τη θάλασσα, που μέσα σε αυτήν βούτηξες και ξέπλυνες τη σάπια κοινωνία μας. Που μέσα σε αυτή σάλπαρες κι οραματίστηκες μια λυτρωμένη κοινωνία. Μέσα στη δική σου θάλασσα ονειρεύτηκες μιαν άλλη θάλασσα. Την «πιο όμορφη θάλασσα», αυτήν «που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει».
Τα χέρια σου, απαλά χαϊδεύουν το πρόσωπο της αγαπημένης σου. Τα χείλια σου αγγίζουν τα δικά της, η ανάσα σου μυρίζει έρως, είσαι ένας βαθιά ερωτευμένος ταξιδιώτης. Το παιδί που θα μεγαλώσει στη μήτρα της αγαπημένης σου θα ακούει όλα όσα της λες και όλα όσα της τραγουδάς. Με παθιασμένη φωνή που σχεδόν άγρια, μα μελωδικά θα τραγουδάει τους στίχους που η ψυχή σου νιώθει πως γράφτηκαν για σας. Μέσα στην προστατευμένη από την πανοπλία σου, μήτρα της αγαπημένης σου, θα μεγαλώσει το παιδί σας. Θα βάψεις τα μάτια του «με πράσινη μπογιά που δεν ξεβάφει», με το χρώμα της ελπίδας. Πράσινα και μεγάλα μάτια θα έχει, που γουρλώνουν σαν τα δικά σου. Το παιδί σας είναι η άνοιξη που περιμένουμε. Γλυκό σαν μέλι, με χρυσαφένια μαλλιά και κόκκινα μάγουλα, σαν τα τριαντάφυλλα που θα ανθίσουν. Είναι ένα από «τα πιο όμορφα παιδιά» που «δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα».
Σε παρατήρησα πολύ καλά. Δεν φοβάσαι να αμφισβητήσεις ακόμη και τις πιο βαθιές ρίζες των δέντρων που φύτρωσαν στο δάσους της πατριαρχικής κοινωνίας μας και του κερδοσκοπικού μας συστήματος. Ό,τι στερεοτυπικό έχει φυτρώσει στο υποσυνείδητό σου. Φωνάζεις να σε ακούσουν. Βαδίζεις στο πιο μακρύ μονοπάτι, αναζητώντας την αλήθεια. Αντιστέκεσαι, για να έρθουν οι «πιο όμορφες μέρες μας», αυτές που «δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα».
Στο παρελθόν, ερωτεύτηκες παράφορα, πίστεψες σε έναν έρωτα που δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Κολύμπησες μες των δακρύων σου την αλυκή, κι ελευθέρωσες τα βαθιά σου αισθήματα στο χαρτί, γράφοντας ποιήματα. Πολλά ποιήματα. Δεν σε έπνιξε ο πόνος γιατί ανέπνευσες μέσα από την ομορφιά της τέχνης. Νιώθεις πολύ έντονα συναισθήματα. Σε έχω δει να θυμώνεις. Μελαγχολείς και κλαις πολύ. Αγκάλιαζεις τα δάκρυα σου γιατί ρέουν από τα βάθη της ψυχής σου. Αγάπησες. Πολύ. Περισσότερο από όσο αγαπήθηκες.
Είσαι ένας άνθρωπος παθιασμένος.