Οι μαθητές της 3ης Γυμνασίου, με αφορμή την ενότητα Προσφυγιά στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πήραν συνεντεύξεις από δικούς τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν τη φρίκη του πολέμου το 1974 και έγιναν πρόσφυγες. Όλες οι μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές και αποτυπώνουν ξεκάθαρα τα ψυχικά τραύματα που ακόμα κουβαλούν οι άνθρωποι που τα έζησαν.
Δύο από αυτές τις μαρτυρίες παρουσιάζονται σήμερα που κλείνουν 48 χρόνια από την ημέρα της εισβολής στο Μαθητικό Ιστολόγιο.
Μαρτυρία από τη μητέρα μου Χαρά Χαραλαμπίδου, η οποία έφυγε 7 χρονών από το χωριό Σύσκληπος της Κερύνειας
Από τη μαθήτρια Δήμητρα Χαραλαμπίδου, 3η τάξη
«Ήταν ένα ζεστό πρωί του Ιούλη… τόσο ζεστό που εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν δίχως πιτζάμα πάνω στο στρώμα, ξεσκέπαστα και μας κτυπούσε το πρώτο φως του ήλιου κατακέφαλα για να ξυπνήσουμε… ήταν ένα ζεστό πρωί που ξημέρωσε την πιο άσχημη μέρα της ζωής μας..»
Κάθομαι με τη μάμα μου που μέχρι σήμερα δεν είχα δώσει λόγους και αιτίες στις ευαισθησίες της… στους φόβους και τις ανασφάλειές της… στην αγάπη της για τους κατεχόμενους μας τόπους και τη λατρεία της για το γιασεμί που έχουμε στην αυλή μας. «Το φως δεν έφεξε εκείνη τη μέρα. Άκουσα τη φωνή της γιαγιάς μου απ’ το διπλανό σπίτι. Μας φώναζε να δούμε τα μαύρα πουλιά που έπεφταν απ’ τον ουρανό, απ’ το πουθενά.. “Έτα! Που τον Πενταδάκτυλο μας!”, μας φώναζε φοβισμένη. Στην αρχή μ’ άρεσε η ιδέα. Ακουγόταν σαν παιγνίδι… Ήμουν εφτά χρονών. Τρέξαμε στα μπαλκόνια, στους δρόμους να δούμε το μαύρο σύννεφο που έριχνε εκατοντάδες “πουλιά”, που τώρα που το σκέφτομαι μάλλον σαν εκατοντάδες μέδουσες έμοιαζαν να κατεβαίνουν απ’ το βουνό», συνεχίζει η μάμα μου να διηγείται τη μέρα της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Καταγωγή της, απ’ την πλευρά της γιαγιάς Χαραλαμπούς, ο Σύσκληπος, ένα χωριό της Κερύνειας, όπου περνούσε τα καλοκαίρια της με τη γιαγιά και τα ξαδέρφια της.
«Κάποιος ήρθε λαχανιασμένος, ο στρατιώτης γιος της κυρίας Δόμνας της γειτόνισσας και φώναξε πως είναι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Δεν ήξερα τι είναι οι αλεξιπτωτιστές. Άραγε ήταν τα μπαλόνια που φαίνονταν να πέφτουν; Τι ήρθαν να κάμουν; Τι εννοούν “εν Τούρκοι” και γιατί κατεβαίνουν με μπαλόνια; Η γιαγιά Ιφιγένεια απ’ το Κοιλάνι έχει γειτόνισσα Τουρκάλα και κάθε πρωί πίνουν καφέ μαζί. Τι σημαίνει “έρκουνται οι Τούρτζοι να μας πιάσουν!” που φώναζε δυνατά κλαίοντας η Δόμνα;
Ακολούθησαν στιγμές που δεν βγήκαν ποτέ απ’ το νου μου… φωνές… πολλές φωνές… “Φύγετε, φύγετε!”. “Τα μωρά”. “Βομβαρδίζουν οι Τούρκοι!”. “Πόλεμος!”. “Τα μωρά… τα μωρά…”». Διηγείται και βουρκώνει…
«Κάποιους γείτονες δεν τους ξαναείδα ποτέ… Ο Αντώνης της κυρίας Μαρίτσας, ο Λευτέρης της θείας Ελένης… τους θυμούμαι σαν τα είδωλα της τότε εποχής. Τα κορίτσια των δεκατριών με δεκαεφτά χρόνων όλα κρυφογελούσαν μόλις τους έβλεπαν να περνούν φρεσκοξυρισμένοι, όταν έβγαιναν απ’ τον στρατό… έφυγαν εκείνο το πρωί και δεν τους ξανάδαμε… έγιναν από είδωλα ήρωες, πέρασαν στην Ιστορία… μα γιατί; Ο παππούς είχε ένα αυτοκίνητο ρόβερ, της μόδας τότε… Προσπαθώντας να ‘ναι ψύχραιμος μάς μάζεψε όλους και μας οργάνωσε σε αυτοκίνητα να φύγουμε απ’ το χωριό να έρθουμε Λευκωσία και αργότερα να πάμε να κρυφτούμε στο σπίτι της άλλης μου γιαγιάς στα βουνά… Μια διαδρομή που στιγμάτισε την παιδική μου ηλικία. Ήμασταν εννιά άτομα σ’ ένα αυτοκίνητο. Για ώρες… την περισσότερη ώρα είτε να μιλούν όλοι μαζί είτε άκρα σιωπή… πανικός, φόβος, λύπη, απελπισία… Κανένας όμως δεν πίστευε πως θα φεύγαμε για να μη ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας για 48 χρόνια.. Κανένας δεν πίστευε τι θα ακολουθούσε.. πήραμε ό,τι πιο σημαντικό ο καθένας. Εγώ την κούκλα μου τη Λούλλα, η γιαγιά μου ένα κομμάτι γιασεμί απ’ την αυλή της, ο παππούς δυο φωτογραφίες απ’ το σαλόνι και τα στέφανα του γάμου τους… Μα γιατί; Πόλεμος, φωτιές, νεκροί, αγνοούμενοι, προσφυγιά, αντίσκηνα, πόνος, πληγές και πόνος…
Μείναμε στο Κοιλάνι για έξι μήνες. Η μάμα μου φοβισμένη δεν έβγαινε απ’ το σπίτι για μήνες. Την τρίτη τάξη δημοτικού την έκανα στο χωριό μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων. Κάθε πρωί έπιανα την καρεκλίτσα μου και ανηφόριζα το χωριό για το σχολείο. Ολόκληρο σχολείο δυο δάσκαλοι για έξι τάξεις. Πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα, αλλά και ευγνώμων πάντα που την έζησα και ήμουν ασφαλισμένη. Στο σπίτι μας στο χωριό ζούσαμε περίπου τριάντα άτομα. Κάποιες οικογένειες απ’ το τουρκοκρατούμενο χωριό μας, κάποιοι φίλοι απ’ την Μόρφου, κάποιοι συγγενείς απ’ την Κερύνεια. Όλοι σαν μια μεγάλη οικογένεια. Μέχρι σήμερα, όσοι ζήσαμε μαζί εκείνες τις μέρες, έχουμε τις ίδιες εικόνες χαραγμένες στον νου μας και στην καρδιά μας. Κάποιοι σήμερα είναι στην Αυστραλία όπου έψαξαν να βρουν μια ζωή καινούρια, άλλοι στον Καναδά… Όλοι όμως μ’ ένα κοινό. Ποτέ δεν ξέχασαν το χωριό τους, ποτέ δεν το αντικατέστησαν.
Ακολούθησαν δύσκολες μέρες, δύσκολοι μήνες και χρόνια. Άνθρωποι σε αντίσκηνα, λεωφορεία να πηγαινοέρχονται για ανταλλαγή αιχμαλώτων… Άνθρωποι στα οδοφράγματα με τον πόνο και την αγωνία στα μάτια και φωτογραφίες στα χέρια των δικών τους να περιμένουν… να περιμένουν ένα νέο τους, μια είδηση που να τους δίνει ελπίδα για ζωή. Παρ’ ότι ήμουν μικρή όλες οι εικόνες είναι ολοζώντανες ακόμα στη μνήμη μου. Ίσως γι’ αυτό ακόμα και σήμερα θυμούμαι την αυλή της γιαγιάς μου, τη μυρωδιά του γιασεμιού της που κομμάτι του έχω στον δικό μας κήπο, στη δική μου καρδιά. Ίσως γι’ αυτό ο ήχος απ’ το μαντολίνο, που έπαιζα για χρόνια μετά τον πόλεμο στην παιδική χορωδία του σχολείου, είναι ακόμα γνώριμος και αξέχαστες οι νότες στο παίξιμο του Χρυσοπράσινου Φύλλου και του Της Δικαιοσύνης ήλιε ΝΟΗΤΕ…»
Μαρτυρία από τη γιαγιά μου Παναγιώτα Σταύρου, πρόσφυγα από το χωριό Μύρτου της επαρχίας Κερύνειας.
Όταν έγινε η Τούρκικη εισβολή ήταν μόλις 29 χρόνων με δύο μικρά παιδιά ηλικίας ενός και τριών και έγκυος το τρίτο της παιδί.
Από τη μαθήτρια Στέφανη Μιχαήλ, 3η τάξη
«Ο εφιάλτης είχε αρχίσει ξημερώματα της 20ης Ιουλίου όταν ξυπνήσαμε με τις σειρήνες που χτυπούσαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Επειδή στη Μύρτου υπήρχε μεγάλο στρατόπεδο βλέπαμε τους στρατιώτες να πηγαίνουν πάνω κάτω, αλλά δεν είχαμε νιώσει έντονα τον κίνδυνο. Πιστεύαμε ότι ήταν κάτι που θα περνούσε μέσα στις επόμενες μέρες.
Στις 14 Αυγούστου το 1974, ημέρα που άρχισε η δευτερη φάση της Τουρκικής εισβολής, βρισκόμουν στο σπίτι μου στη Μύρτου, μαζί με τον σύζυγό μου και τα δύο μου παιδιά. Ξημερώνοντας το χωριό ήταν ανάστατο, καθώς μας είχαν πληροφορήσει ότι οι Τούρκοι επρόκειτο να μπουν στο χωριό εκείνη τη μέρα. Οι συγχωριανοί μάζευαν ό,τι μπορούσαν από προσωπικά τους αντικέιμενα που είτε θεωρούσαν πολύτιμα, είτε θεωρούσαν χρήσιμα καιι επιβιβάζονταν σε όποιο μεταφορικό μέσο έβρισκαν για να φύγουν, πριν να εισβάλουν οι Τούρκοι στο χωριό. Είχαμε ακούσει για την αγριότητα και τα εγκλήματα των Τούρκων στρατιωτών που έκαναν στα άλλα χωριά και έτσι στα βλέμματά μας κυριαρχούσε η αναστάτωση, ο φόβος και η απορία. Κλαίγαμε, φωνάζαμε, έκλαιγαν και τα μωρά. Αλλά και πάλι ο κόσμος πίστευε ότι όλα θα τελείωναν σε λίγες μέρες και ότι θα επιστρέφαμε πίσω στα σπίτια μας μετά που θα σταματούσαν οι βομβαρδισμοί.
Ο παππούς σου λόγω του ότι είχε μεγάλα περιβόλια με λεμονόδεντρα στη Λάπηθο είχε φορτηγά που μετέφεραν τα λεμόνια στους εμπόρους. Φόρτωσα στο φορτηγό ότι θεωρούσα απαραίτητο και πήγαμε στο πατρικό μου, για να πιάσουμε τους γονείς μου και τα αδέλφια μου. Δυστυχώς ο πρόπαππούς σου ήταν ανένδοτος και αρνείτο να φύγει από το χωριό. Ήθελε να μείνει για να προσέχει την περιουσία μας, όσο εμείς θα λείπαμε, καθώς και το κοπάδι του. Δυστυχώς τον ακούσαμε και φύγαμε χωρίς αυτόν. Είναι κάτι για το οποίο ακόμα έχω τύψεις, αφού ήταν και η τελευταία φορά που τον είδαμε. Κάτι που ακόμα δεν θα ξεχάσω είναι η έκρηξη μιας βόμβας στον παραδίπλα δρόμο εκείνη τη στιγμή. Ο θόρυβος ήταν απίστευτα δυνατός που προκάλεσε απώλεια στην ακοή μου.
Φεύγοντας από το χωριό, από τη μια νιώθαμε ανακούφιση γιατί γλυτώσαμε, αλλά από την άλλη δεν είχαμε και πού να πάμε. Ήταν στα μέσα του καλοκαιριού και να είσαι μαζί με όλο σου το βιος σε ένα φορτηγό δεν ήταν και το καλύτερο. Μετά από παροτρύνσεις άλλων συγχωριανών κατευθυνθήκαμε προς Κυπερούντα. Φτάνοντας εκεί κατασκηνώσαμε στην αυλή του σχολείου μαζί με κάμποσους άλλους. Οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες. Βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε ένα μικρό δωμάτιο δώδεκα άτομα. Μείναμε εκεί περίπου είκοσι μέρες. Ο Ερυθρός Σταυρός φρόντιζε να έχουμε τουλάχιστον τα βασικά, ψωμί, γάλα και κάτι κουρελιασμένα ρούχα, που κάτι ήταν κι αυτά, γιατί είχε κόσμο που δεν πήρε τίποτα μαζί του όταν έφευγαν, μοναδική τους έγνοια ήταν να σωθούν. Ο Γολγοθάς της προσφυγιάς είχε αρχίσει.
Σιγά-σιγά οι ελπίδες για επιστροφή πίσω στα σπίτια μας άρχισαν να σβήνουν, οπόταν έπρεπε να μεριμνήσουμε για μια πιο αξιοπρεπή στέγη. Όταν πλέον σταμάτησαν οι φασαρίες κατευθυνθήκαμε προς Λευκωσία. Δυστυχώς δεν ήταν όλος ο κόσμος καταδεχτικός στην παρουσία των προσφύγων που η ταλαιπωρία τους έκανε να φαίνονται σαν ζητιάνοι. Πολλοί έκλειναν τις πόρτες και μας συμπεριφέρονταν λες και ήμασταν ξένοι. Ήταν όμως και αυτοί που πρόσφεραν απλόχερα τη βοήθεια τους. Ήμασταν σαν ξένοι στην ίδια μας την πατρίδα με μοναδική έγνοια την επιβίωση μας. Ο παππούς σου, με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, έφυγε για να δουλέψει στο εξωτερικό. Τα είχαμε χάσει όλα και έπρεπε να ξαναδημιουργηθούμε. Στα χωριά μας τα είχαμε όλα και ξαφνικά βρεθήκαμε στην προσφυγιά. Οι συγγενείς χάθηκαν, άλλοι έμειναν Λεμεσό, άλλοι Λευκωσία και άλλοι ξενιτεύτηκαν.
Η μεγαλύτερη πληγή όμως ήταν η αγωνία για τον πατέρα μου. Στην αρχή παίρναμε γράμματά του, στη συνέχεια όμως χάσαμε κάθε ίχνος του. Παραμένει μέχρι σήμερα στη λίστα των αγνοουμένων. Για αρκετό καιρό δεν ξέραμε αν ζει ή αν πέθανε αλλά και πού βρίσκεται, αν είναι νεκρός. Τελικά αργότερα μάθαμε από κάποιους Μαρωνίτες ότι δολοφονήθηκε από τους Τούρκους.»