Φίλιππος Δημητρίου, 2α τάξη
Ένα απόγευμα της Κυριακής επισκέφθηκα με τη γιαγιά μου το Δασάκι της Άχνας. Δεν ήταν όμως μια συνηθισμένη επίσκεψη. Ήταν ένα ταξίδι στον χρόνο. Οι άνθρωποι της κοινότητας με τα αντικείμενα του 1974 και τις μνήμες τους έστησαν με πόνο κι αγάπη τον προσφυγικό καταυλισμό του τότε. Τα αντίσκηνα, το ιατρείο, τη Μέριμνα, το σχολείο, την υπαίθρια εκκλησία. Για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι.
Μόλις φτάσαμε και η γιαγιά αντίκρισε τα αντίσκηνα, ήρθαν στο μυαλό της μνήμες από το κατεχόμενο χωριό της. Την Άχνα. Είχε την τύχη να μη χρειαστεί να μείνει στον προσφυγικό καταυλισμό. Την Άχνα όμως την έζησε. Την αγάπησε. Και καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα αντίσκηνα του πόνου και της προσφυγιάς, η γιαγιά άρχισε να μιλά και να αναπαριστά με τον δικό της τρόπο την απλή και καθημερινή ζωή στην Άχνα.
«Η Άχνα ήταν το μεγαλύτερο χωριό των Κοκκινοχωρίων, γι’ αυτό λέγεται κεφαλοχώρι. Ήταν ένα μοντέρνο χωριό. Είχε ένα σινεμά που λεγόταν Όασις. Εκεί πηγαίναμε τα απογεύματα του Σαββάτου μαζί με τον αδελφό μου. Έπρεπε να φορούμε ακόμα κι εκεί τη στολή του σχολείου. Βλέπαμε ελληνικές ταινίες με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Μάλιστα η Άχνα είχε και ταβέρνα που μοσχομύριζε όποτε περνούσες απ’ έξω. Πηγαίναμε περίπατο στο κέντρο του χωριού. Όλοι οι νέοι πήγαιναν πάνω κάτω. Ήταν η ευκαιρία τους να ερωτευτούν.
Το χωριό μας ήταν πατατοχώρι. Μάλιστα είχε και συσκευαστήριο πατατών. Στον δρόμο για να πάω στο δημοτικό έβλεπα πόσο σκληρά δούλευαν εκεί. Η Άχνα είχε δυο δημοτικά μα κανένα γυμνάσιο. Για να πάω στο γυμνάσιο έπαιρνα λεωφορείο για το Βαρώσι. Ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Ένα λεπτό να αργούσα και θα έχανα το λεωφορείο. Μετά όμως ερχόταν η Κυριακή. Την Κυριακή οι καμπάνες της Αγίας Μαρίνας χτυπούσαν μελωδικά καλώντας μας να πάμε ν’ ανάψουμε το κερί μας. Η μάμα μου μας έβαζε να φορούμε τα καλά μας και πηγαίναμε στην Αγία Μαρίνα. Ήταν εκθαμβωτική εκκλησία. Χτίστηκε το 1912. Η Άχνα ήταν γενέτειρα πολλών μορφωμένων. Γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές και ποιητές έβγαλε η Άχνα. Δύο από τις αδελφές μου έγιναν καθηγήτριες. Όταν η Αγία Μαρίνα γιόρταζε, στηνόταν μεγάλο πανηγύρι εκεί. Πραματευτάδες έρχονταν και πουλούσαν τα εμπορεύματα τους. Μεταξωτά υφάσματα, πορικά κ.ά.. Το καλύτερο από όλα όμως ήταν οι λουκουμάδες. Πότε στη ζωή μου δεν έφαγα τόσο νόστιμους λουκουμάδες. Μετά παντρεύτηκα και μετακόμισα στο χωριό του παππού σου, την Ξυλοτύμπου. Την Άχνα, όμως, δεν την ξέχασα ποτέ. Κάθε Κυριακή την επισκεπτόμουν με τα παιδιά μου».
Μετά η γιαγιά σταμάτησε για λίγο. Ακολουθούσε το δυσκολότερο κομμάτι της ιστορίας της. Το 1974.
«Φιλοξένησα τη μάμα μου στο σπίτι μου. Δεν θα μπορούσα να την αφήσω να μείνει σε αντίσκηνα. Όμως ένα βράδυ μού είπε πως θα πήγαινε στην Άχνα. Θα την έκρυβε το σκοτάδι και θα πήγαινε κρυφά από τους Τούρκους στην Άχνα. Μετά θα έμπαινε στο σπίτι μας για να πιάσει τα πράγματά μας. Δεν θα τα άφηνε σε ξένα χέρια αυτά που με κόπο και ιδρώτα έφτιαξαν η ίδια και η οικογένειά της. Προσπάθησα να την αποτρέψω, μα μάταια. Έτρεμα ολόκληρη. Μετρούσα το κάθε δευτερόλεπτο μέχρι να γυρίσει κοντά μου. Όταν επέστρεψε, κρατούσε μια καρέκλα και μια καρότσα γεμάτη με τα αντικείμενά μας από την Άχνα. Μετά τα μέτρα έγιναν αυστηρότερα. Δεν ξαναπήγε στην Άχνα ποτέ».
Περπατώντας στο καταπράσινο δάσος έβλεπα σε πόσο δύσκολες συνθήκες έζησαν οι πρόσφυγες. Δεν είχαν κρεβάτια και κοιμόντουσαν πάνω σε σακούλες πατατών. Θαύμασα τη δύναμή τους. Θαύμασα και τη γιαγιά μου, η οποία βρήκε το κουράγιο να ξαναπάει σε ένα τέτοιο σκηνικό και να ζήσει αυτή την τραγική ιστορία για δεύτερη φορά. Εγώ δεν ξέρω αν θα άντεχα. Μέσα σε ένα αντίσκηνο υπήρχαν τέσσερα θρανία. Στη μέση ήταν ένα τραπέζι με την εικόνα της Παναγίας επάνω. Στην άκρια ήταν ένας πράσινος πίνακας. Αυτό το αντίσκηνο ήταν το σχολείο. Μπορεί τα μικρά προσφυγόπουλα να ένιωσαν τον πόνο του ξεριζωμού όμως η δίψα τους για γνώση και μάθηση δεν στέρεψε. Στις φωτογραφίες τα παιδιά φαίνονταν χαμογελαστά φορώντας τις ποδιές τους. Εντυπωσιάστηκα. Παρά τις κακουχίες και τον ξεριζωμό που βίωσαν, μπόρεσαν να πάνε στο σχολείο χαμογελαστοί για να μάθουν νέα πράγματα.
Φεύγοντας από κει μου γεννήθηκε έντονη επιθυμία να πάω να δω την Άχνα από κοντά. Να δω τον τόπο όπου μεγάλωσε η γιαγιά μου. Να δω την Αγιά Μαρίνα και το σιδηρουργείο του προπάππου μου. Το πατρικό της γιαγιάς μου. Ναι, το πατρικό της γιαγιάς μου. Κι εκεί θα βγω στη βεράντα και θα φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου… ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!