Φίλιππος Δημητρίου, 3η τάξη
Ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή. Κατά το μεσημέρι ξεκινήσαμε με τους γονείς μου να επισκεφθούμε τη γιαγιά και τον παππού μου για το καθιερωμένο οικογενειακό τραπέζι. Φτάνοντας στο σπίτι της γιαγιάς μου με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το σπίτι απέναντι, ένα από τα πιο παλιά της Ξυλοτύμβου, είχε κατεδαφιστεί και στη θέση του υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα. Έμεινα με το στόμα ανοικτό. Πώς μπόρεσαν; Γιατί το έκαναν;
Από τον καιρό που θυμάμαι, έβλεπα αυτό το σπίτι κάθε φορά που επισκεπτόμουν τη γιαγιά και τον παππού μου. Ήταν εκεί, ακατοίκητο, ερειπωμένο, αφημένο στον χρόνο. Όμως, παρά τη φθορά και την εγκατάλειψη στεκόταν ακόμη εκεί, αγέρωχο, να μας θυμίζει μια άλλη εποχή. Σε όλες μου τις παιδικές αναμνήσεις από τις μέρες που περνούσα στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου έβλεπα αυτό το σπίτι. Ήταν πάντα εκεί, ξεχασμένο. Τώρα ένα είναι το σίγουρο, η γειτονιά της γιαγιάς μου άλλαξε.
Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που αντιλαμβάνομαι ότι δεν διατηρούμε την παράδοσή μας. Όταν επισκέφτηκα το ανακαινισμένο κτήριο της δημοτικής αγοράς της Λάρνακας, δεν μου θύμισε σε τίποτα την παλιά, παραδοσιακή δημοτική αγορά της Λάρνακας που μου περιέγραψαν και έδειξαν σε φωτογραφίες ο παππούς και η γιαγιά. Μπορεί η παλιά δημοτική αγορά της Λάρνακας να μην ήταν τόσο όμορφη όσο η νέα, μα ήταν η παραδοσιακή αγορά της Κύπρου, έδειχνε την καθημερινότητα των Κυπρίων του τότε.
Μια άλλη φορά, όταν έβλεπα παλιές φωτογραφίες του μώλου της Λεμεσού, εντυπωσιάστηκα και δεν πίστευα ότι το τοπίο αυτό βρισκόταν στην Κύπρο. Μια περιήγηση στο διαδίκτυο, μου εμφάνισε και άλλες φωτογραφίες από την παλιά Λεμεσό με κτήρια που μου θύμιζαν κεντρική Ευρώπη. Από περιέργεια, λοιπόν, αποφάσισα να επισκεφθώ την παλιά πόλη της Λεμεσού. Κατά την επίσκεψη μου στο ιστορικό κέντρο της πόλης, διαπίστωσα ότι οι φωτογραφίες ήταν όντως αληθινές. Η αγορά, το κάστρο και ο Καθεδρικός Ναός της Αγίας Νάπας υπήρχαν! Από όλα αυτά όμως μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η οδός του Αποστόλου Ανδρέα. Με τα υπέροχα νεοκλασικά κτήρια και τα γαλάζια νερά της Μεσογείου από πίσω, το θέαμα ήταν μαγευτικό. Ωστόσο, διαπίστωσα ότι τα παλαιά κτήρια δεν συντηρούνταν όπως θα περίμενε κανείς. Παρόλα αυτά απόλαυσα τη βόλτα μου στο ιστορικό κέντρο της Λεμεσού.
Βέβαια, ένας λόγος που μου άρεσε η ξενάγηση μου εκεί ήταν οι δύο Λεμεσιανοί φίλοι μας, που μοιράστηκαν μαζί μου τις γνώσεις τους για την ιστορική πόλη της Λεμεσού και μου αφηγήθηκαν τις δικές τους αναμνήσεις. Ο ένας φίλος μας μου έδειξε το εργαστήριο, όπου δούλευε ο παππούς του στην οδό Ζιγκ Ζαγκ και η άλλη φίλη μας μου έδειξε πού βρισκόταν το αγαπημένο της βιβλιοπωλείο στην πόλη. Μας είπε πως ήταν όπως τα βιβλιοπωλεία που βλέπουμε στις ταινίες, με τα πελώρια ράφια που φτάνουν ως το ταβάνι γεμάτα με βιβλία και που όταν μπαίνεις μέσα μυρίζεις τη μυρωδιά του παλιού βιβλίου. Μετά από όσα είδα και άκουσα, σκεφτόμουν πόσο πιο όμορφη θα ήταν η Λεμεσός, αν δεν κατέστρεφαν τον μώλο για να χτίσουν ουρανοξύστες. Πόσο πιο όμορφη θα ήταν αν αναδεικνύαμε την παράδοση και την πλούσια ιστορία της πόλης, ώστε οι ξένοι αλλά και οι ντόπιοι να τα βλέπουν και να μην υποτιμούν το μεγαλείο της Κύπρου.
Σε μια άλλη επίσκεψη μου στο τοπικό μουσείο παραδοσιακής κεντητικής και αργυροχοΐας των Λευκάρων, η ξεναγός μας εκεί μου είπε κάτι που με προβλημάτισε. Η τέχνη των λευκαρίτικων κεντημάτων, που υπάρχει εδώ και εφτά αιώνες, χάνεται. Καθώς οι νέοι δεν ασχολούνται με το κέντημα, η τέχνη των λευκαρίτικων θα ξεχαστεί. Ξεκάθαρα ανήσυχη η ξεναγός συνέχισε λέγοντάς μας πως πλέον μόνο πενήντα γυναίκες ξέρουν την τέχνη των λευκαρίτικων και οι πλείστες από αυτές είναι άνω των πενήντα. Αυτό με έκανε να διερωτηθώ. Μετά από αυτές τι; Θα χαθεί η τέχνη του κεντήματος που εντυπωσίασε τόσο τον Λεονάρντο Ντα Βίτσι; Θα χαθεί η τέχνη του κεντήματος, που αγόραζαν άνθρωποι από όλο τον κόσμο; Θα χαθεί η παραδοσιακή κεντητική της Κύπρου; Όσο και να με θλίβει, βαθιά μέσα μου ξέρω την απάντηση.
Κάποτε άκουσα μια μαντινάδα που έλεγε «Λαός που την παράδοση ξεχνά και δεν θυμάται, στον λήθαργο του μαρασμού παντοτινά κοιμάται». Έχουμε καθήκον να «ξυπνήσουμε» κάποια στιγμή και να γνωρίσουμε οι νέες γενιές την παράδοσή μας. Να μάθουμε τι εστί πραγματικά Κύπρος. Μέσα σε αυτό τον «λήθαργο» που κοιμόμαστε, οι νέοι δεν γνωρίζουμε τον τόπο μας και φτάνουμε στο σημείο να τον υποτιμούμε. Πώς να μην τον υποτιμούμε, αφού οι άλλοι λαοί προστατεύουν και αναδεικνύουν τις παραδόσεις τους και την ιστορία τους, ενώ εμείς αφήνουμε τις παραδόσεις μας και την ιστορία μας να ξεχαστεί. Πώς να μην το πιστεύουμε αυτό, αφού εμείς οι ίδιοι καταστρέφουμε ιστορικά κτήρια με την παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική, για να κτίσουμε ουρανοξύστες, αγνοούμε τα έθιμα και τις παραδόσεις μας, αντικαθιστούμε κάθε τι κυπριακό με το ξένο και το εντυπωσιακό; Αφού εμείς οι ίδιοι σβήνουμε την ιστορία μας…